φωνιάζω

φωνιάζω
Ν
(στον Ερωτόκρ.) βλ. φωνάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φωνάζω — ΝΜ, και στον Ερωτόκρ. φωνιάζω Ν εκβάλλω ισχυρή φωνή, κραυγάζω νεοελλ. 1. λέω κάτι με δυνατή φωνή, μιλώ μεγαλόφωνα («μού φώναξε να πάω κοντά του») 2. καλώ κάποιον μεγαλόφωνα («βγήκα στο μπαλκόνι και φώναξα το παιδί») 3. προσκαλώ («αν και είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”